κουνέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουνέλι | τα | κουνέλια |
| γενική | του | κουνελιού | των | κουνελιών |
| αιτιατική | το | κουνέλι | τα | κουνέλια |
| κλητική | κουνέλι | κουνέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κουνέλι
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κουνέλι ουδέτερο
Συγγενικά
Εκφράσεις
-
κουνέλι στη Βικιπαίδεια

- λαγός
Σημειώσεις
- Πέφυκε δὲ καὶ λαγὼς ἕτερος μικρὸς τὴν φύσιν, οὐδὲ αὔξεταί ποτε· κόνικλος ὄνομα αὐτῷ. οὔκ εἰμι δὲ ποιητὴς ὀνομάτων, ὅθεν καὶ ἐν τῇδε τῇ συγγραφῇ φυλάττω τὴν ἐπωνυμίαν τὴν ἐξ ἀρχῆς, ἥνπερ οὖν ῎Ιβηρες οἱ ῾Εσπέριοι ἔθεντό οἱ, παρ' οἷς καὶ γίνεται τε καὶ ἔστι πάμπολυς. (Κλαύδιος Αιλιανός (2ος-3ος αι. μ.Χ.), Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος, 13, 15, 1-6)
Μεταφράσεις
κουνέλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.