cuniculus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- cuniculus < αρχαία ελληνική κόνικλος Πιθανώς έχει ιβηρική[1] προέλευση (βασκικά: kuiuntxi)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | cunīculus | cunīculī |
| γενική | cunīculī | cunīculōrum |
| δοτική | cunīculō | cunīculīs |
| αιτιατική | cunīculum | cunīculōs |
| κλητική | cunīcule | cunīculī |
| αφαιρετική | cunīculō | cunīculīs |
Σημειώσεις
- Πέφυκε δὲ καὶ λαγὼς ἕτερος μικρὸς τὴν φύσιν, οὐδὲ αὔξεταί ποτε· κόνικλος ὄνομα αὐτῷ. οὔκ εἰμι δὲ ποιητὴς ὀνομάτων, ὅθεν καὶ ἐν τῇδε τῇ συγγραφῇ φυλάττω τὴν ἐπωνυμίαν τὴν ἐξ ἀρχῆς, ἥνπερ οὖν ῎Ιβηρες οἱ ῾Εσπέριοι ἔθεντό οἱ, παρ' οἷς καὶ γίνεται τε καὶ ἔστι πάμπολυς. (Κλαύδιος Αιλιανός (2ος-3ος αι. μ.Χ.), Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος, 13, 15, 1-6)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.