κουνέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουνέλα | οι | κουνέλες |
| γενική | της | κουνέλας | των | κουνελών |
| αιτιατική | την | κουνέλα | τις | κουνέλες |
| κλητική | κουνέλα | κουνέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουνέλα < κουνέλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈne.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐νέ‐λα
Ουσιαστικό
κουνέλα θηλυκό
- θηλυκό κουνέλι
- μεγεθυντικό του κουνέλι
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει κάνει πολλές γέννες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουνέλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.