κουνελοπνίχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουνελοπνίχτης | οι | κουνελοπνίχτες |
| γενική | του | κουνελοπνίχτη | των | κουνελοπνιχτών |
| αιτιατική | τον | κουνελοπνίχτη | τους | κουνελοπνίχτες |
| κλητική | κουνελοπνίχτη | κουνελοπνίχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κουνελοπνίχτης αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που το πνίγει το κουνέλι, που μετέχει συχνά σε σεξουαλικές πράξεις
Μεταφράσεις
κουνελοπνίχτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.