κουνελώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουνελώνας | οι | κουνελώνες |
| γενική | του | κουνελώνα | των | κουνελώνων |
| αιτιατική | τον | κουνελώνα | τους | κουνελώνες |
| κλητική | κουνελώνα | κουνελώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κουνελώνας αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουνέλι
Μεταφράσεις
κουνελώνας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.