κουνελώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουνελώνας οι κουνελώνες
      γενική του κουνελώνα των κουνελώνων
    αιτιατική τον κουνελώνα τους κουνελώνες
     κλητική κουνελώνα κουνελώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνελώνας < κουνέλ(ι) + -ώνας

Ουσιαστικό

κουνελώνας αρσενικό

  1. μέρος όπου υπάρχουν πολλά κουνέλια
  2. χώρος όπου εκτρέφονται κουνέλια για εμπορικούς λόγους
     συνώνυμα: κουνελοτροφείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.