κουνελάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουνελάκι | τα | κουνελάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κουνελάκι | τα | κουνελάκια |
| κλητική | κουνελάκι | κουνελάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουνελάκι < κουνέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
κουνελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουνέλι
- Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας, / μέσα στο ξένο περιβολάκι τρύπες γιατί τρυπάς; (Παιδικό τραγουδάκι)
- (μεταφορικά) γυναίκα με προκλητική αμφίεση που εργάζεται ως μοντέλο ή σε κέντρα διασκέδασης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουνέλι
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.