κουνελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνελάκι τα κουνελάκια
      γενική
    αιτιατική το κουνελάκι τα κουνελάκια
     κλητική κουνελάκι κουνελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνελάκι < κουνέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κουνελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κουνέλι
    Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας, / μέσα στο ξένο περιβολάκι τρύπες γιατί τρυπάς; (Παιδικό τραγουδάκι)
  2. (μεταφορικά) γυναίκα με προκλητική αμφίεση που εργάζεται ως μοντέλο ή σε κέντρα διασκέδασης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.