κουνελοτροφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνελοτροφείο τα κουνελοτροφεία
      γενική του κουνελοτροφείου των κουνελοτροφείων
    αιτιατική το κουνελοτροφείο τα κουνελοτροφεία
     κλητική κουνελοτροφείο κουνελοτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνελοτροφείο < κουνέλ(ι) + -ο- + -τροφείο

Ουσιαστικό

κουνελοτροφείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.