εξημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξημερωμένος | η | εξημερωμένη | το | εξημερωμένο |
| γενική | του | εξημερωμένου | της | εξημερωμένης | του | εξημερωμένου |
| αιτιατική | τον | εξημερωμένο | την | εξημερωμένη | το | εξημερωμένο |
| κλητική | εξημερωμένε | εξημερωμένη | εξημερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξημερωμένοι | οι | εξημερωμένες | τα | εξημερωμένα |
| γενική | των | εξημερωμένων | των | εξημερωμένων | των | εξημερωμένων |
| αιτιατική | τους | εξημερωμένους | τις | εξημερωμένες | τα | εξημερωμένα |
| κλητική | εξημερωμένοι | εξημερωμένες | εξημερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξημερώνω
Μετοχή
εξημερωμένος, -η, -ο
- που έχει εξημερωθεί, που έχει γίνει πιο ήπιος ή που υπακούει σε ανθρώπινες εντολές ή/και έλεγχο ή που ζει δίπλα στον άνθρωπο
- αυτός που ήταν άγριος και έγινε ήμερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.