εξημερωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξημερωμένος η εξημερωμένη το εξημερωμένο
      γενική του εξημερωμένου της εξημερωμένης του εξημερωμένου
    αιτιατική τον εξημερωμένο την εξημερωμένη το εξημερωμένο
     κλητική εξημερωμένε εξημερωμένη εξημερωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξημερωμένοι οι εξημερωμένες τα εξημερωμένα
      γενική των εξημερωμένων των εξημερωμένων των εξημερωμένων
    αιτιατική τους εξημερωμένους τις εξημερωμένες τα εξημερωμένα
     κλητική εξημερωμένοι εξημερωμένες εξημερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξημερώνω

Μετοχή

εξημερωμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξημερωθεί, που έχει γίνει πιο ήπιος ή που υπακούει σε ανθρώπινες εντολές ή/και έλεγχο ή που ζει δίπλα στον άνθρωπο
  2. αυτός που ήταν άγριος και έγινε ήμερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.