κλωσόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλωσόπουλο | τα | κλωσόπουλα |
| γενική | του | κλωσόπουλου | των | κλωσόπουλων |
| αιτιατική | το | κλωσόπουλο | τα | κλωσόπουλα |
| κλητική | κλωσόπουλο | κλωσόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλωσόπουλο < μεσαιωνική ελληνική κλωσσόπουλον < ελληνιστική κοινή κλώσσω + μεσαιωνική ελληνική πουλίον / πουλλίον < αρχαία ελληνική κλώζω + λατινική pullus
Μεταφράσεις
κλωσόπουλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.