κορυδαλλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κορυδαλλός | οι | κορυδαλλοί |
| γενική | του | κορυδαλλού | των | κορυδαλλών |
| αιτιατική | τον | κορυδαλλό | τους | κορυδαλλούς |
| κλητική | κορυδαλλέ | κορυδαλλοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κορυδαλλός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κορυδαλλός < αρχαία ελληνική κόρυδος / κορυδός < κόρυς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾi.ðaˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρυ‐δαλ‐λός
Ουσιαστικό

Ένας κορυδαλλός
κορυδαλλός αρσενικό
- (πτηνό) ωδικό πτηνό μικρού μεγέθους που ανήκει στην οικογένεια Κορυδαλλίδες (Alaudidae) και στην τάξη Στρουθιόμορφα. Το κελάηδημά του έχει συνδεθεί με το χάραμα της μέρας.
- ※ Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Shakepseare), Ρωμαίος και Ιουλιέτα Πράξη τρίτη. Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
- Ιουλιέτα: Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα;
- Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον [...]
- Ρωμαίος: Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει· / δεν είν' αηδόνι
- Ιουλιέτα: Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα;
- ※ Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Shakepseare), Ρωμαίος και Ιουλιέτα Πράξη τρίτη. Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
- με ένα λάμδα: κορυδαλός (παρωχημένη γραφή)
Υπώνυμα
Συγγενικά
- Κορυδαλλός (τοπωνύμιο)
-
Κορυδαλλός (πτηνό) στη Βικιπαίδεια

- αρχαία ελληνική : κόρυδος, κορυδός, κορυδών, κορυδαλλή, κορυδαλλίς, κορυδαλλός, κορύδαλος
Μεταφράσεις
κορυδαλλός
|
Αναφορές
- κορυδαλλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.