Κορυδαλλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κορυδαλλός οι Κορυδαλλοί
      γενική του Κορυδαλλού των Κορυδαλλών
    αιτιατική τον Κορυδαλλό τους Κορυδαλλούς
     κλητική Κορυδαλλέ Κορυδαλλοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορυδαλλός < αρχαία ελληνική Κορυδαλλός < κορυδαλλός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ɾi.ðaˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορυδαλλός

Κύριο όνομα

Κορυδαλλός αρσενικό

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  2. προάστιο του Πειραιά
    (συνεκδοχικά) οι φυλακές που βρίσκονται στην περιοχή
      Στο κελί τριάντα τρία / μ' είχαν στον Κορυδαλλό. / Είχα μάτια δεκατρία, / ήμουνα παιδί χωρίς μυαλό / μα παιδί χωρίς μυαλό. (Στο κελί τριάντα τρια, στίχοι: Σαράντης Τσιλιβερδής, μουσική: Γιώργος Μάμος, εκτέλεση: Γιώργος Μαργαρίτης)
     συνώνυμα: Κουτσικάρι (πρώην ονομασία)
  3. βουνό της Αττικής
  4. οικισμός του Νομού Τρικάλων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κορυδαλλός οἱ Κορυδαλλοί
      γενική τοῦ Κορυδαλλοῦ τῶν Κορυδαλλῶν
      δοτική τῷ Κορυδαλλ τοῖς Κορυδαλλοῖς
    αιτιατική τὸν Κορυδαλλόν τοὺς Κορυδαλλούς
     κλητική ! Κορυδαλλέ Κορυδαλλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κορυδαλλώ
γεν-δοτ τοῖν  Κορυδαλλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορυδαλλός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κορυδαλλός αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. δήμος των Αθηνών

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.