ωδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωδικός η ωδική το ωδικό
      γενική του ωδικού της ωδικής του ωδικού
    αιτιατική τον ωδικό την ωδική το ωδικό
     κλητική ωδικέ ωδική ωδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωδικοί οι ωδικές τα ωδικά
      γενική των ωδικών των ωδικών των ωδικών
    αιτιατική τους ωδικούς τις ωδικές τα ωδικά
     κλητική ωδικοί ωδικές ωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωδικός < αρχαία ελληνική ᾠδικός

Επίθετο

ωδικός

  • σχετικός με την ωδή, με το τραγούδι
  • ωδικά πτηνά: τα πουλιά που κελαηδούν πολύ όμορφα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.