κατσουλιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατσουλιέρης | οι | κατσουλιέρηδες |
| γενική | του | κατσουλιέρη | των | κατσουλιέρηδων |
| αιτιατική | τον | κατσουλιέρη | τους | κατσουλιέρηδες |
| κλητική | κατσουλιέρη | κατσουλιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κατσουλιέρης αρσενικό
- (πτηνό) είδος κορυδαλλού (κορυδαλλός ο λοφιοφόρος. Galerida cristata)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_at_Sultanpur_I_Picture_118.jpg.webp)