σταρήθρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταρήθρα οι σταρήθρες
      γενική της σταρήθρας των σταρηθρών
    αιτιατική τη σταρήθρα τις σταρήθρες
     κλητική σταρήθρα σταρήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταρήθρα < σιταρήθρα < σιτάρι + -ήθρα

Ουσιαστικό

σταρήθρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.