σταματημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταματημένος | η | σταματημένη | το | σταματημένο |
| γενική | του | σταματημένου | της | σταματημένης | του | σταματημένου |
| αιτιατική | τον | σταματημένο | τη | σταματημένη | το | σταματημένο |
| κλητική | σταματημένε | σταματημένη | σταματημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταματημένοι | οι | σταματημένες | τα | σταματημένα |
| γενική | των | σταματημένων | των | σταματημένων | των | σταματημένων |
| αιτιατική | τους | σταματημένους | τις | σταματημένες | τα | σταματημένα |
| κλητική | σταματημένοι | σταματημένες | σταματημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταματημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταματώ
Μεταφράσεις
σταματημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.