φρεσκοκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρεσκοκομμένος | η | φρεσκοκομμένη | το | φρεσκοκομμένο |
| γενική | του | φρεσκοκομμένου | της | φρεσκοκομμένης | του | φρεσκοκομμένου |
| αιτιατική | τον | φρεσκοκομμένο | τη | φρεσκοκομμένη | το | φρεσκοκομμένο |
| κλητική | φρεσκοκομμένε | φρεσκοκομμένη | φρεσκοκομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρεσκοκομμένοι | οι | φρεσκοκομμένες | τα | φρεσκοκομμένα |
| γενική | των | φρεσκοκομμένων | των | φρεσκοκομμένων | των | φρεσκοκομμένων |
| αιτιατική | τους | φρεσκοκομμένους | τις | φρεσκοκομμένες | τα | φρεσκοκομμένα |
| κλητική | φρεσκοκομμένοι | φρεσκοκομμένες | φρεσκοκομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
φρεσκοκομμένος
- που κόπηκε πολύ πρόσφατα, που είναι ακόμα φρέσκος,νωπός
- φρεσκοκομμένο λουλούδι, μαϊντανός, γρασίδι κ.λπ.
Μεταφράσεις
φρεσκοκομμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.