αβγοκομμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβγοκομμένος η αβγοκομμένη το αβγοκομμένο
      γενική του αβγοκομμένου της αβγοκομμένης του αβγοκομμένου
    αιτιατική τον αβγοκομμένο την αβγοκομμένη το αβγοκομμένο
     κλητική αβγοκομμένε αβγοκομμένη αβγοκομμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβγοκομμένοι οι αβγοκομμένες τα αβγοκομμένα
      γενική των αβγοκομμένων των αβγοκομμένων των αβγοκομμένων
    αιτιατική τους αβγοκομμένους τις αβγοκομμένες τα αβγοκομμένα
     κλητική αβγοκομμένοι αβγοκομμένες αβγοκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣo.koˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγοκομμένος

Μετοχή

αβγοκομμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.