τεμαχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεμαχισμένος | η | τεμαχισμένη | το | τεμαχισμένο |
| γενική | του | τεμαχισμένου | της | τεμαχισμένης | του | τεμαχισμένου |
| αιτιατική | τον | τεμαχισμένο | την | τεμαχισμένη | το | τεμαχισμένο |
| κλητική | τεμαχισμένε | τεμαχισμένη | τεμαχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεμαχισμένοι | οι | τεμαχισμένες | τα | τεμαχισμένα |
| γενική | των | τεμαχισμένων | των | τεμαχισμένων | των | τεμαχισμένων |
| αιτιατική | τους | τεμαχισμένους | τις | τεμαχισμένες | τα | τεμαχισμένα |
| κλητική | τεμαχισμένοι | τεμαχισμένες | τεμαχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεμαχισμένος < τεμαχίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τεμαχισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.