κλύσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλύσμα τα κλύσματα
      γενική του κλύσματος των κλυσμάτων
    αιτιατική το κλύσμα τα κλύσματα
     κλητική κλύσμα κλύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλύσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλύσμα < κλύζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλύσμα

Ουσιαστικό

κλύσμα ουδέτερο

  1. πλύση εντέρων με υγρό που διοχετεύεται από τον πρωκτό
     συνώνυμα: υποκλυσμός, ένεμα
  2. συσκευή με την οποία πραγματοποιείται το κλύσμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλῠσματ-
ονομαστική τὸ κλύσμᾰ τὰ κλύσμᾰτ
      γενική τοῦ κλύσμᾰτος τῶν κλυσμᾰ́των
      δοτική τῷ κλύσμᾰτ τοῖς κλύσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κλύσμᾰ τὰ κλύσμᾰτ
     κλητική ! κλύσμᾰ κλύσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλύσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κλυσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλύσμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κλύσμα, -ατος ουδέτερο

  1. ακτή, το σημείο, που σπάει το κύμα
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Καίσαρ, 52.1, p.p. 564 @scaife.perseus
    βουλόμενος εὐθὺς ἀποκόψαι Τῶν περὶ αὐτὸν ἡγεμόνων ἅπασαν ἐλπίδα μελλήσεως καὶ διατριβῆς, ἐπὶ τοῦ κλύσματος ἔπηξε τὴν ἑαυτοῦ σκηνήν καὶ γενομένου πνεύματος ἐμβὰς ἀνήχθη μετὰ τρισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων ὀλίγων.
  2. υγρό που χρησιμοποιείται για ξέπλυμα, για καθαρισμό
  3. κλύσμα, κατάβρεγμα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 77.2
    τρόπῳ δὲ ζόης τοιῷδε διαχρέωνται· συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι, νομίζοντες ἀπὸ τῶν τρεφόντων σιτίων πάσας τὰς νούσους τοῖσι ἀνθρώποισι γίνεσθαι.
    Ζουν λοιπόν με τον εξής τρόπο· τρεις ημέρες συνέχεια κάθε μήνα καθαρίζονται φροντίζοντας την υγεία τους με εμετικά και κλύσματα, επειδή πιστεύουν ότι όλες οι αρρώστιες των ανθρώπων προέρχονται από τις τροφές που τρώνε.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ παθῶν, (De affectionibus), κεφ. 15, p. 224, @scaife.perseus
    Ὅσαι δὲ κάτωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ὀδύναι γίνονται, ὑποκλύσαι μαλακῷ κλύσματι· ἢν δὲ μὴ παύηται, φάρμακον δοῦναι κάτω.
  4. κίναιδος, εταίρα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.