κλύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλύση | οι | κλύσεις |
| γενική | της | κλύσης* | των | κλύσεων |
| αιτιατική | την | κλύση | τις | κλύσεις |
| κλητική | κλύση | κλύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλύση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλύσις < αρχαία ελληνική κλύω
Συγγενικά
- έκλυση
- εντερόκλυση
- επίκλυση
- κατάκλυση
- σύγκλυση
- υποδερμόκλυση
Μεταφράσεις
κλύση
|
|
Αναφορές
- κλύση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.