κλύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλύση οι κλύσεις
      γενική της κλύσης* των κλύσεων
    αιτιατική την κλύση τις κλύσεις
     κλητική κλύση κλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλύση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλύσις < αρχαία ελληνική κλύω

Ουσιαστικό

κλύση[1] θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κλύση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.