ξέπλυμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέπλυμα | τα | ξεπλύματα |
| γενική | του | ξεπλύματος | των | ξεπλυμάτων |
| αιτιατική | το | ξέπλυμα | τα | ξεπλύματα |
| κλητική | ξέπλυμα | ξεπλύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξέπλυμα < ξεπλένω
Ουσιαστικό
ξέπλυμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.