ξέπλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέπλυμα τα ξεπλύματα
      γενική του ξεπλύματος των ξεπλυμάτων
    αιτιατική το ξέπλυμα τα ξεπλύματα
     κλητική ξέπλυμα ξεπλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξέπλυμα < ξεπλένω

Ουσιαστικό

ξέπλυμα ουδέτερο

  1. το ξέβγαλμα, η ρήψη άφθονου νερού για να καθαριστούν τα πλυμένα από τα σαπούνια
  2. (μεταφορικά) η κάθαρση μέσω νομότυπων επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών συναλλαγών του βρώμικου χρήματος, εκείνου που αποκτήθηκε με παράνομες δραστηριότητες ή που δεν φορολογείται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.