διακλυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακλυσμός οι διακλυσμοί
      γενική του διακλυσμού των διακλυσμών
    αιτιατική τον διακλυσμό τους διακλυσμούς
     κλητική διακλυσμέ διακλυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακλυσμός < ελληνιστική κοινή διακλυσμός < αρχαία ελληνική διακλύζω < διά + κλύζω

Ουσιαστικό

διακλυσμός ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.