κλέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλέος | τα | κλέη |
| γενική | του | κλέους | των | κλεών |
| αιτιατική | το | κλέος | τα | κλέη |
| κλητική | κλέος | κλέη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλέος
Ουσιαστικό
κλέος ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) η δόξα
- Ένας ήρωας κερδίζει κλέος με την επίτευξη σπουδαίων κατορθωμάτων και συχνά μέσω του ένδοξου θανάτου του.
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κλέος | τὰ | κλέᾰ(ᾱ)* |
| γενική | τοῦ | κλέους | τῶν | κλεῶν |
| δοτική | τῷ | κλέει | τοῖς | κλέεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | κλέος | τὰ | κλέᾰ |
| κλητική ὦ! | κλέος | κλέᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλέει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλεοῖν | ||
| * Όταν προηγείται ε του ε+α > ᾱ (χρέα) και όχι -η όπως στο βέλος, βέλη. Αρχικά, μόνο ονομαστική-αιατιατική ενικού & πληθυντικού. Άλλοι τύποι, μεταγενέστεροι. Επικός τύπος στον πληθυντικό: κλέᾰ, κλεῖα. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χρέος' όπως «χρέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κλέος ουδέτερο
- φήμη, διάδοση, είδηση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 461 (460-461)
- Τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν· | «ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
- Τον πρόλαβε ο Τηλέμαχος, που πρώτος είπε στον χοιροβοσκό: | «Εύμαιε θείε, καλωσόρισες. Ποια φήμη τάχα κυκλοφορεί τώρα στην πόλη;
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν· | «ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 415 (412-415)
- ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς καλλιγύναικα | Τηλέμαχον καλέουσα, τεὸν φίλον υἱόν, Ὀδυσσεῦ· | ὅς τοι ἐς εὐρύχορον Λακεδαίμονα πὰρ Μενέλαον | οἴχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος, εἴ που ἔτ᾽ εἴης.»
- εγώ στο μεταξύ στη Σπάρτη κατεβαίνω, με τις πανέμορφες γυναίκες, | να φέρω πίσω τον Τηλέμαχο, τον φιλητό σου γιο, Οδυσσέα· | που εκεί ταξίδεψε, στην απλωμένη Λακεδαίμονα, όπου και πήγε τον Μενέλαο να ρωτήσει, | να μάθει νέα σου, ανίσως ζεις ακόμη, κάπου.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς καλλιγύναικα | Τηλέμαχον καλέουσα, τεὸν φίλον υἱόν, Ὀδυσσεῦ· | ὅς τοι ἐς εὐρύχορον Λακεδαίμονα πὰρ Μενέλαον | οἴχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος, εἴ που ἔτ᾽ εἴης.»
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 126 (4.125-4.126)
- καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι | ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος·
- Κι ήρθαν και οι δυο του αδερφοί, | καθώς το νέο ακούσαν·
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι | ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 461 (460-461)
- καλή είδηση, καλή φήμη, δόξα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 344 (343-344)
- τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ | ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»
- Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει | η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα και μέσα στο Άργος.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ | ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 532
- φευγόντων δ᾽ οὔτ᾽ ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή.»
- Και σ᾽ όσους᾽ φεύγουν δύναμις και δόξα δεν γεννάται».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- φευγόντων δ᾽ οὔτ᾽ ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή.»
- → δείτε παράθεμα στο κλέους (ελληνιστικοί πτωτικοί τύποι)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 344 (343-344)
- (με αρνητική σημασία) κακή φήμη
- (στον πληθυντικό) (τά κλέα): ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 189
- τῇ ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν, ἄειδε δ᾽ ἄρα κλέα ἀνδρῶν.
- αυτός και την ψυχήν μ᾽ εκείνην ιλάρωνε, και των ανδρών τες δόξες ετραγούδα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῇ ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν, ἄειδε δ᾽ ἄρα κλέα ἀνδρῶν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 189
- δωρικός τύπος : κλέϝος
Συγγενικά
- -κλῆς επίθημα ονόματος που δείχνει ότι ο κάτοχός του έχει κλέος - δόξα (και στα νέα ελληνικά -κλής)
- θέμα κλεο
- Κλέοβις
- Κλεόβοτος
- Κλεόβουλος
- Κλεογένης
- Κλεόδαιος
- Κλεόδαμος
- Κλεόδημος
- Κλεοδίκη
- Κλεόδικος
- Κλεόδωρος
- Κλεοκράτης
- Κλεόκριτος
- Κλεόλαος
- Κλεόμαντις
- Κλεόμαχος
- Κλεόμβροτος
- Κλεομέδων
- Κλεομένης
- Κλεομενισταί
- Κλεομήδη
- Κλεομήδης
- Κλέομμις
- Κλεονίκη
- κλεόνικον
- Κλεόνικος
- Κλεοπάτρα
- Κλεοπάτρη
- Κλεόπατρος
- Κλεόπομπος
- Κλεοπτόλεμος
- Κλεοσθένης
- Κλεόστρατος
- Κλεότιμος
- Κλεοφάνης
- Κλεόφαντις
- Κλεόφαντος
- Κλεοφῶν
- Κλεόχα
- Κλεοχάρης
- λήγουν σε -κλεης
- λοιπά συγγενικά
Πηγές
- κλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.