θερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερινός η θερινή το θερινό
      γενική του θερινού της θερινής του θερινού
    αιτιατική τον θερινό τη θερινή το θερινό
     κλητική θερινέ θερινή θερινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερινοί οι θερινές τα θερινά
      γενική των θερινών των θερινών των θερινών
    αιτιατική τους θερινούς τις θερινές τα θερινά
     κλητική θερινοί θερινές θερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερινός[1] < θέρ(ος) + -ινός

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερινός

Επίθετο

θερινός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • όνειρο θερινής νυκτός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.