θερινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερινός | η | θερινή | το | θερινό |
| γενική | του | θερινού | της | θερινής | του | θερινού |
| αιτιατική | τον | θερινό | τη | θερινή | το | θερινό |
| κλητική | θερινέ | θερινή | θερινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερινοί | οι | θερινές | τα | θερινά |
| γενική | των | θερινών | των | θερινών | των | θερινών |
| αιτιατική | τους | θερινούς | τις | θερινές | τα | θερινά |
| κλητική | θερινοί | θερινές | θερινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερινός[1] < θέρ(ος) + -ινός
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρι‐νός
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- όνειρο θερινής νυκτός
Μεταφράσεις
θερινός
Αναφορές
- θερινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.