δικοτυλήδονα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | δικοτυλήδονα | ||
| γενική | των | δικοτυλήδονων | ||
| αιτιατική | τα | δικοτυλήδονα | ||
| κλητική | δικοτυλήδονα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικοτυλήδονα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dicotylédones < di- (δι-) + cotylédon < αρχαία ελληνική κοτυληδών < κοτύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kot- (κοιλότητα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ko.tiˈli.ðo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κο‐τυ‐λή‐δο‐να
Μεταφράσεις
δικοτυλήδονα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.