Κλεοπάτρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κλεοπάτρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κλεοπάτρα

Προφορά

ΔΦΑ : /kle.oˈpa.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλεοπάτρα

Κύριο όνομα

Κλεοπάτρα θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Κλεοπάτρα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κλεοπάτρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.