Ἀγακλέης
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Στον Όμηρο, ασυναίρετο. Αν χρειάζεται χωριστή κλίση -έης-ῆος-έῃ-έην-έη? Μαρτυρείται μόνο η γενκή? Αν υπάρχει συνηρημένο μεταγενέστερο. ‑‑Sarri.greek ♫ | 11:06, 20 Αυγούστου 2022 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀγακλέης > Ἀγακλῆς | οἱ | Ἀγακλέες > Ἀγακλεῖς |
| γενική | τοῦ | Ἀγακλῆος - Ἀγακλέους | τῶν | Ἀγακλέων Ἀγακλέων |
| δοτική | τῷ | Ἀγακλέει > Ἀγακλεῖ | τοῖς | Ἀγακλέεσῐ > — |
| αιτιατική | τὸν | Ἀγακλέᾱ Ἀγακλέα & σπανίως > Ἀγακλῆ |
τοὺς | Ἀγακλέᾱς > Ἀγακλεῖς |
| κλητική ὦ! | Ἀγάκλεες > Ἀγάκλεις | Ἀγακλέες > Ἀγακλεῖς | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγάκλεε > — | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγακλέοιν > — | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλέης' όπως «Περικλέης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ἀγακλέης, γενική Ἀγακλῆος αρσενικό (συνηρημένο: Ἀγακλῆς)
Πηγές
- Ἀγακλέης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.