κατόρθωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατόρθωμα | τα | κατορθώματα |
| γενική | του | κατορθώματος | των | κατορθωμάτων |
| αιτιατική | το | κατόρθωμα | τα | κατορθώματα |
| κλητική | κατόρθωμα | κατορθώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατόρθωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατόρθωμα κατορθώνω < κατορθόω / κατορθῶ
Συνώνυμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κατόρθωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατόρθωμα. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + ὄρθωμα. Δείτε και ὀρθώνω.
Κλιτικοί τύποι
- τὰ κατορθώματα
- τῶν κατορθωμάτων
Παράγωγα
Πηγές
- κατόρθωμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.