κατόρθωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατόρθωμα τα κατορθώματα
      γενική του κατορθώματος των κατορθωμάτων
    αιτιατική το κατόρθωμα τα κατορθώματα
     κλητική κατόρθωμα κατορθώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατόρθωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατόρθωμα κατορθώνω < κατορθόω / κατορθῶ

Ουσιαστικό

κατόρθωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατόρθωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατόρθωμα. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + ὄρθωμα. Δείτε και ὀρθώνω.

Ουσιαστικό

κατόρθωμα ουδέτερο

  1. δύσκολο έργο, ανδραγαθία
  2. καλή πράξη

Κλιτικοί τύποι

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.