καλή
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λή
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλή | οι | καλές |
| γενική | της | καλής | των | καλών |
| αιτιατική | την | καλή | τις | καλές |
| κλητική | καλή | καλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
καλή θηλυκό
Εκφράσεις
- από την καλή κι από την ανάποδη
Ετυμολογία 2
- καλή : κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.