κλύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κλύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlew- (ακούω)

Ρήμα

κλύω

  1. ακούω
  2. δίνω την προσοχή μου σε κάτι που ακούω, εισακούω
  3. υπακούω, συμμορφώνομαι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.