κλάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλάνω < αρχαία ελληνική κλάω / κλῶ (σπάζω -όπως, σπάζω αέρα), από το θέμα του αορίστου ἔ-κλασ-α [1]

Ρήμα

κλάνω, αόρ.: έκλασα, μτχ.π.π.: κλασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αφήνω μια κλανιά
  2. (μεταφορικά) περιφρονώ

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.