απελπισία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απελπισία οι απελπισίες
      γενική της απελπισίας των απελπισιών
    αιτιατική την απελπισία τις απελπισίες
     κλητική απελπισία απελπισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απελπισία < απελπισιά με λόγια επίδραση < μεσαιωνική ελληνική ἀπελπισία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pel.piˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απελπισία

Ουσιαστικό

απελπισία θηλυκό

  1. η απόλυτη έλλειψη ελπίδας
  2. κάτι ή κάποιος που μας απελπίζει
    Αμάν αδερφέ μου, σκέτη απελπισία είσαι

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.