κλασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλασμένος | η | κλασμένη | το | κλασμένο |
| γενική | του | κλασμένου | της | κλασμένης | του | κλασμένου |
| αιτιατική | τον | κλασμένο | την | κλασμένη | το | κλασμένο |
| κλητική | κλασμένε | κλασμένη | κλασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλασμένοι | οι | κλασμένες | τα | κλασμένα |
| γενική | των | κλασμένων | των | κλασμένων | των | κλασμένων |
| αιτιατική | τους | κλασμένους | τις | κλασμένες | τα | κλασμένα |
| κλητική | κλασμένοι | κλασμένες | κλασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλάνω
Μετοχή
κλασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που κάποιος τον έκλασε
- (μεταφορικά) που ειναι αδιάφορος για κάποιον
- —Πού είναι ο Γιάννης; —Πού να ξέρω; Κλασμένο τον έχω.
- (μεταφορικά, αργκό) ο μεθυσμένος ή ο μαστουρωμένος από κάνναβη
Μεταφράσεις
κλασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.