βήχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βήχω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική βήσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βήχω | έβηχα | θα βήχω | να βήχω | βήχοντας | |
| β' ενικ. | βήχεις | έβηχες | θα βήχεις | να βήχεις | βήχε | |
| γ' ενικ. | βήχει | έβηχε | θα βήχει | να βήχει | ||
| α' πληθ. | βήχουμε | βήχαμε | θα βήχουμε | να βήχουμε | ||
| β' πληθ. | βήχετε | βήχατε | θα βήχετε | να βήχετε | βήχετε | |
| γ' πληθ. | βήχουν(ε) | έβηχαν βήχαν(ε) |
θα βήχουν(ε) | να βήχουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έβηξα | θα βήξω | να βήξω | βήξει | ||
| β' ενικ. | έβηξες | θα βήξεις | να βήξεις | βήξε | ||
| γ' ενικ. | έβηξε | θα βήξει | να βήξει | |||
| α' πληθ. | βήξαμε | θα βήξουμε | να βήξουμε | |||
| β' πληθ. | βήξατε | θα βήξετε | να βήξετε | βήξτε | ||
| γ' πληθ. | έβηξαν βήξαν(ε) |
θα βήξουν(ε) | να βήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βήξει | είχα βήξει | θα έχω βήξει | να έχω βήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις βήξει | είχες βήξει | θα έχεις βήξει | να έχεις βήξει | ||
| γ' ενικ. | έχει βήξει | είχε βήξει | θα έχει βήξει | να έχει βήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βήξει | είχαμε βήξει | θα έχουμε βήξει | να έχουμε βήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε βήξει | είχατε βήξει | θα έχετε βήξει | να έχετε βήξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βήξει | είχαν βήξει | θα έχουν βήξει | να έχουν βήξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.