φόρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φόρα | οι | φόρες |
| γενική | της | φόρας | των | φορών |
| αιτιατική | τη | φόρα | τις | φόρες |
| κλητική | φόρα | φόρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φόρα θηλυκό
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.