εμφατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφατικός η εμφατική το εμφατικό
      γενική του εμφατικού της εμφατικής του εμφατικού
    αιτιατική τον εμφατικό την εμφατική το εμφατικό
     κλητική εμφατικέ εμφατική εμφατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφατικοί οι εμφατικές τα εμφατικά
      γενική των εμφατικών των εμφατικών των εμφατικών
    αιτιατική τους εμφατικούς τις εμφατικές τα εμφατικά
     κλητική εμφατικοί εμφατικές εμφατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφατικός < αρχαία ελληνική ἐμφατικός

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.fa.tiˈkos/

Επίθετο

εμφατικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.