περιφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιφρονώ < αρχαία ελληνική περιφρονέω / περιφρονῶ < περί + φρονέω / φρονῶ
Ρήμα
περιφρονώ
- αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που αποδοκιμάζω ηθικά
- αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που θεωρώ κατώτερό μου· αγνοώ, σνομπάρω
- δείχνω περιφρόνηση για όρους, νόμους, ρυθμίσεις, συμφωνίες· αγνοώ· αψηφώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιφρονώ | περιφρονούσα | θα περιφρονώ | να περιφρονώ | περιφρονώντας | |
| β' ενικ. | περιφρονείς | περιφρονούσες | θα περιφρονείς | να περιφρονείς | (περιφρόνει) | |
| γ' ενικ. | περιφρονεί | περιφρονούσε | θα περιφρονεί | να περιφρονεί | ||
| α' πληθ. | περιφρονούμε | περιφρονούσαμε | θα περιφρονούμε | να περιφρονούμε | ||
| β' πληθ. | περιφρονείτε | περιφρονούσατε | θα περιφρονείτε | να περιφρονείτε | περιφρονείτε | |
| γ' πληθ. | περιφρονούν(ε) | περιφρονούσαν(ε) | θα περιφρονούν(ε) | να περιφρονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιφρόνησα | θα περιφρονήσω | να περιφρονήσω | περιφρονήσει | ||
| β' ενικ. | περιφρόνησες | θα περιφρονήσεις | να περιφρονήσεις | περιφρόνησε | ||
| γ' ενικ. | περιφρόνησε | θα περιφρονήσει | να περιφρονήσει | |||
| α' πληθ. | περιφρονήσαμε | θα περιφρονήσουμε | να περιφρονήσουμε | |||
| β' πληθ. | περιφρονήσατε | θα περιφρονήσετε | να περιφρονήσετε | περιφρονήστε | ||
| γ' πληθ. | περιφρόνησαν περιφρονήσαν(ε) |
θα περιφρονήσουν(ε) | να περιφρονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιφρονήσει | είχα περιφρονήσει | θα έχω περιφρονήσει | να έχω περιφρονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιφρονήσει | είχες περιφρονήσει | θα έχεις περιφρονήσει | να έχεις περιφρονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιφρονήσει | είχε περιφρονήσει | θα έχει περιφρονήσει | να έχει περιφρονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιφρονήσει | είχαμε περιφρονήσει | θα έχουμε περιφρονήσει | να έχουμε περιφρονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιφρονήσει | είχατε περιφρονήσει | θα έχετε περιφρονήσει | να έχετε περιφρονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιφρονήσει | είχαν περιφρονήσει | θα έχουν περιφρονήσει | να έχουν περιφρονήσει |
| |
Σημειώσεις
- Απαντά και λαϊκός τύπος προστακτικής ενεστώτα: περιφρόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.