κλανιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλανιάρης η κλανιάρα το κλανιάρικο
      γενική του κλανιάρη της κλανιάρας του κλανιάρικου
    αιτιατική τον κλανιάρη την κλανιάρα το κλανιάρικο
     κλητική κλανιάρη κλανιάρα κλανιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλανιάρηδες οι κλανιάρες τα κλανιάρικα
      γενική των κλανιάρηδων των κλανιάρικων
    αιτιατική τους κλανιάρηδες τις κλανιάρες τα κλανιάρικα
     κλητική κλανιάρηδες κλανιάρες κλανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλανιάρης < κλανιά + -ιάρης

Επίθετο

κλανιάρης, -α, -ικο

  1. (λαϊκότροπο) αυτός που κλάνει πολύ ή συχνά
  2. (λαϊκότροπο, μεταφορικά) δειλός, φοβιτσιάρης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.