περιουσιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιουσιακός η περιουσιακή το περιουσιακό
      γενική του περιουσιακού της περιουσιακής του περιουσιακού
    αιτιατική τον περιουσιακό την περιουσιακή το περιουσιακό
     κλητική περιουσιακέ περιουσιακή περιουσιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιουσιακοί οι περιουσιακές τα περιουσιακά
      γενική των περιουσιακών των περιουσιακών των περιουσιακών
    αιτιατική τους περιουσιακούς τις περιουσιακές τα περιουσιακά
     κλητική περιουσιακοί περιουσιακές περιουσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιουσιακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

περιουσιακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.