capital
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- capital < μέση αγγλική capital < λατινική capitalis
Επίθετο
capital (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κεφαλαίος, για γράμματα
- ↪ Fill out the applications with capital letters.
- Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
- ↪ Fill out the applications with capital letters.
- κεφαλικός, που αναφέρεται στη θανατική ποινή
- ↪ capital punishment - κεφαλική ποινή (ποινή θανάτου)
- ↪ capital crime - έγκλημα που επισύρει τη θανατική ποινή
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| capital | capitals |
capital (en)
- η πρωτεύουσα, η πόλη στην οποία εδρεύει η κυβέρνηση μιας χώρας, μιας πολιτείας, κτλ.
- ↪ Athens is the capital of Greece.
- Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
- ↪ Athens is the capital of Greece.
- το κεφαλαίο γράμμα
- ↪ Fill out the applications with capitals.
- Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
- ≈ συνώνυμα: capital letter, cap
- ↪ Fill out the applications with capitals.
- (μη μετρήσιμο, οικονομία) το κεφάλαιο
- ↪ They committed to supporting the business with their own capital.
- Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
- ↪ They committed to supporting the business with their own capital.
- (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.