κεφάλαιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

κεφάλαιον ουδέτερο

  1. το πρώτιστο, το πολύ σπουδαίο
  2. το σύνολο, η κορυφή
    "Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον" (αρχή τροπαρίου Χριστουγέννων)
  3. η περίληψη, συμπέρασμα
  4. χρηματικό ποσό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κεφάλαιον

  1. αρσενικό αιτιατική ενικού του κεφάλαιος
  2. ουδέτερο ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του κεφάλαιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.