κεφάλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
κεφάλαιον ουδέτερο
- το πρώτιστο, το πολύ σπουδαίο
- το σύνολο, η κορυφή
- "Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον" (αρχή τροπαρίου Χριστουγέννων)
- η περίληψη, συμπέρασμα
- χρηματικό ποσό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.