κέρκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κέρκος | οι | κέρκοι |
| γενική | της | κέρκου | των | κέρκων |
| αιτιατική | την | κέρκο | τις | κέρκους |
| κλητική | κέρκε | κέρκοι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρκος
Συγγενικά
- άκερκος
- δίκερκος
- κερκοειδής
- κερκοπίθηκος
- κερκόπορτα
- κέρκουρος
- κερκοφόρος
- κυστίκερκος
- → δείτε τη λέξη κερκίδα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κέρκος | αἱ | κέρκοι |
| γενική | τῆς | κέρκου | τῶν | κέρκων |
| δοτική | τῇ | κέρκῳ | ταῖς | κέρκοις |
| αιτιατική | τὴν | κέρκον | τὰς | κέρκους |
| κλητική ὦ! | κέρκε | κέρκοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέρκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κέρκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κέρκος, -ου θηλυκό
- ουρά ζώου (όχι πτηνών)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 909
- [ΑΛ.] ἰδοὺ δέχου κέρκον λαγῶ τὠφθαλμιδίω περιψῆν.
- [ΑΛΛ.] Νά, πάρε λαγοουρά, για να ξετσιμπλιάζεις γύρω-γύρω τα ματάκια σου.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- [ΑΛ.] ἰδοὺ δέχου κέρκον λαγῶ τὠφθαλμιδίω περιψῆν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 909
- χερούλι
- (έντομο) είδος βλαβερού εντόμου
- φαλλός
- γλώσσα φωτιάς
Παράγωγα
- κέρκιον (υποκοριστικό)
- κερκούριον
- κερκουρίτης
- κέρκωσις
- → δείτε και τη λέξη κερκίς
Διαφορετικό το κερκίων
Σύνθετα
- ἄκερκος
- δασύκερκος
- δίκερκος
- καρόκερκος
- κερκοπίθηκος
- κερκουροσκάφη
- κέρκουρος
- κερκοφόρος
- κερκώπη
- κέρκωψ
- κολοβόκερκος
- λευκόκερκος
- μακρόκερκος
- ξυλόκερκος
- πλατύκερκος
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- s.v. «κερκίς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κέρκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.