κειμενογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κειμενογράφος | οι | κειμενογράφοι |
| γενική | του/της | κειμενογράφου | των | κειμενογράφων |
| αιτιατική | τον/την | κειμενογράφο | τους/τις | κειμενογράφους |
| κλητική | κειμενογράφε | κειμενογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας κειμενογράφος.
Ετυμολογία
- κειμενογράφος < κείμεν(ο) + -ο- + -γράφος
- για την πληροφορική < απόδοση για την αγγλική text editor ή την αγγλική word processor
Ουσιαστικό
κειμενογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή λόγων πολιτικών
- (πληροφορική, μόνο αρσενικό) text editor: λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και σύνταξη κειμένων
- (ειδικότερα) λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία αρχείων απλού κειμένου (plain text) τα οποία δεν περιέχουν ειδικούς χαρακτήρες μορφοποίησης όπως ο επεξεργαστής κειμένου
Συγγενικά
- κειμονογραφία
- κειμονογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.