συγκείμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συγκείμενο | τα | συγκείμενα |
| γενική | του | συγκείμενου & συγκειμένου |
των | συγκείμενων & συγκειμένων |
| αιτιατική | το | συγκείμενο | τα | συγκείμενα |
| κλητική | συγκείμενο | συγκείμενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκείμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συγκείμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική context)
Ουσιαστικό
συγκείμενο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το σύνολο (ή ένα ολοκληρωμένο τμήμα) κειμένου που περιβάλλει μια λέξη, μια πρόταση, ένα εδάφιο κ.λπ. και επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα την έννοια ή την αξία του/της
- (κατ’ επέκταση) οι συνθήκες, οι περιστάσεις ή οτιδήποτε άλλο περιβάλλει ένα γεγονός, κατάσταση κ.λπ. και το / την νοηματοδοτούν ή διασαφηνίζουν
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συγκειμενικός
- συγκείμενος
- → δείτε τις λέξεις συν, κείμενο και κείμαι
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.