συγκείμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συγκείμενο τα συγκείμενα
      γενική του συγκείμενου
& συγκειμένου
των συγκείμενων
& συγκειμένων
    αιτιατική το συγκείμενο τα συγκείμενα
     κλητική συγκείμενο συγκείμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκείμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συγκείμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική context)

Ουσιαστικό

συγκείμενο ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) το σύνολο (ή ένα ολοκληρωμένο τμήμα) κειμένου που περιβάλλει μια λέξη, μια πρόταση, ένα εδάφιο κ.λπ. και επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα την έννοια ή την αξία του/της
  2. (κατ’ επέκταση) οι συνθήκες, οι περιστάσεις ή οτιδήποτε άλλο περιβάλλει ένα γεγονός, κατάσταση κ.λπ. και το / την νοηματοδοτούν ή διασαφηνίζουν

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.