κειμενογλωσσολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κειμενογλωσσολογία οι κειμενογλωσσολογίες
      γενική της κειμενογλωσσολογίας των κειμενογλωσσολογιών
    αιτιατική την κειμενογλωσσολογία τις κειμενογλωσσολογίες
     κλητική κειμενογλωσσολογία κειμενογλωσσολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κειμενογλωσσολογία < κείμενο + -ο- + γλωσσολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική text linguistics)

Ουσιαστικό

κειμενογλωσσολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.