text

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɛkst/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
text texts

text (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το κείμενο, οποιαδήποτε μορφή γραπτού υλικού
    We’re reading the text on page nine.
    Διαβάζουμε το κείμενο στη σελίδα εννέα.
  2. το μήνυμα, περικοπή του text message
    Send a text to this number to vote.
    Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
  3. το κείμενο, ένα βιβλίο, θεατρικό έργο κτλ., ειδικά ένα που μελετάται
    All the texts he wrote were published.
    Όλα τα κείμενα που έγραψε δημοσιεύτηκαν.

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας text
γ΄ ενικό ενεστώτα texts
αόριστος texted
παθητική μετοχή texted
ενεργητική μετοχή texting

text (en)

Σύνθετα

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

text (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.