αποτύπωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτύπωση οι αποτυπώσεις
      γενική της αποτύπωσης* των αποτυπώσεων
    αιτιατική την αποτύπωση τις αποτυπώσεις
     κλητική αποτύπωση αποτυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτύπωση < (ελληνιστική κοινή) ἀποτύπωσις

Ουσιαστικό

αποτύπωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτυπώνω
    1. τύπωμα, εκτύπωση
    2. ο σχηματισμός του περιγράμματος ενός αντικειμένου πάνω σε μία επιφάνεια
    3. η καταγραφή
    4. άλλη μορφή του αποτύπωμα
    5. (μεταφορικά) η έκφραση κάποιων πραγμάτων με ακρίβεια και παραστατικότητα
  2. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εντυπώνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.