αποτύπωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποτύπωση | οι | αποτυπώσεις |
| γενική | της | αποτύπωσης* | των | αποτυπώσεων |
| αιτιατική | την | αποτύπωση | τις | αποτυπώσεις |
| κλητική | αποτύπωση | αποτυπώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποτυπώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτύπωση < (ελληνιστική κοινή) ἀποτύπωσις
Ουσιαστικό
αποτύπωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτυπώνω
- τύπωμα, εκτύπωση
- ο σχηματισμός του περιγράμματος ενός αντικειμένου πάνω σε μία επιφάνεια
- η καταγραφή
- άλλη μορφή του αποτύπωμα
- (μεταφορικά) η έκφραση κάποιων πραγμάτων με ακρίβεια και παραστατικότητα
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εντυπώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.