αλφαριθμητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλφαριθμητικός η αλφαριθμητική το αλφαριθμητικό
      γενική του αλφαριθμητικού της αλφαριθμητικής του αλφαριθμητικού
    αιτιατική τον αλφαριθμητικό την αλφαριθμητική το αλφαριθμητικό
     κλητική αλφαριθμητικέ αλφαριθμητική αλφαριθμητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλφαριθμητικοί οι αλφαριθμητικές τα αλφαριθμητικά
      γενική των αλφαριθμητικών των αλφαριθμητικών των αλφαριθμητικών
    αιτιατική τους αλφαριθμητικούς τις αλφαριθμητικές τα αλφαριθμητικά
     κλητική αλφαριθμητικοί αλφαριθμητικές αλφαριθμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Αλφαριθμητικό πληκτρολόγιο.

Ετυμολογία

αλφαριθμητικός < αλφα(βητικός) + αριθμητικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική alphanumeric

Επίθετο

αλφαριθμητικός, -ή, ό

  • (πληροφορική) alphanumeric, alphanumerical: που αποτελείται από χαρακτήρες που αναπαριστούν γράμματα ή αριθμούς
    Ανάλογα με το είδος της τιμής που μπορούν να λάβουν, οι μεταβλητές διακρίνονται σε αριθμητικές, αλφαριθμητικές και λογικές ("Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον", σχολικό βιβλίο για την Γ΄ Λυκείου Τεχνολογικής Κατεύθυνσης)

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.