συγκείμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκείμενος η συγκείμενη το συγκείμενο
      γενική του συγκείμενου της συγκείμενης του συγκείμενου
    αιτιατική τον συγκείμενο τη συγκείμενη το συγκείμενο
     κλητική συγκείμενε συγκείμενη συγκείμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκείμενοι οι συγκείμενες τα συγκείμενα
      γενική των συγκείμενων των συγκείμενων των συγκείμενων
    αιτιατική τους συγκείμενους τις συγκείμενες τα συγκείμενα
     κλητική συγκείμενοι συγκείμενες συγκείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συγκείμενος < αρχαία ελληνική συγκείμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σύγκειμαι < σύν + κεῖμαι

Μετοχή

συγκείμενος

  1. (λόγιο) που αποτελείται από διάφορα μέρη
  2. που ενυπάρχει μαζί με άλλα συστατικά (συνήθως ως συγκείμενος αναφέρεται ο δευτερεύουσας σημασίας, όμως όλα τα συστατικά συνυπάρχουν-συγκείνται)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.