κειμενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κειμενικός η κειμενική το κειμενικό
      γενική του κειμενικού της κειμενικής του κειμενικού
    αιτιατική τον κειμενικό την κειμενική το κειμενικό
     κλητική κειμενικέ κειμενική κειμενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κειμενικοί οι κειμενικές τα κειμενικά
      γενική των κειμενικών των κειμενικών των κειμενικών
    αιτιατική τους κειμενικούς τις κειμενικές τα κειμενικά
     κλητική κειμενικοί κειμενικές κειμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κειμενικός < κείμενο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική textuel)

Επίθετο

κειμενικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το κείμενο ή αναφέρεται σ' αυτό
  2. (πληροφορική) textual: που έχει σχέση με αρχείο κειμένου, που μπορεί να αναγνωσθεί από άνθρωπο, σε αντίθεση με το δυαδικό αρχείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.